- σαρίκι
- το тюрбан, чалма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρίκι — και σαρίκιο, το, Ν 1. λεπτό λευκό ύφασμα που τυλίγουν οι μωαμεθανοί ιερωμένοι και άλλοι επίσημοι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι 2. κάλυμμα τού κεφαλιού από περιτυλιγμένη ταινία που φορούν οι Ινδοί 3. η κίδαρις* τών αρχαίων Περσών 4. ανδρικός… … Dictionary of Greek
σαρίκι — το ιού (λ. τουρκ.), κάλυμμα του κεφαλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
καραούσι — καραούσι, τὸ (Μ) είδος καλύμματος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. να συνδέεται με αρχ. ελλ. κυρβασία «περσικό καπέλο» ή αρχ. ελλ. κάρπασος «ύφασμα κατάλληλο για κάλυμμα τού κεφαλιού, για σαρίκι»] … Dictionary of Greek
προσείλημα — είματος, τὸ, Α 1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» σαρίκι, τουρμπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴλημα «κάλυμμα»] … Dictionary of Greek
τουρμπάνι — το, Ν 1. κάλυμμα τού κεφαλιού σε πολλούς μουσουλμανικούς λαούς, πλατιά λωρίδα υφάσματος που τυλίγεται στο κεφάλι, αλλ. σαρίκι 2. το λεπτό βαμβακερό ύφασμα από το οποίο αποτελείται το παραπάνω κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turban < τουρκ.… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Βαν Άικ, Γιαν — (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ περ. 1390 – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής. Με αυτόν σημειώνεται η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Λίγες εξακριβωμένες… … Dictionary of Greek
Θειάφης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Εμμανουήλ. Υποπλοίαρχος, ο οποίος τραυματίστηκε κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης σε ναυμαχία και πέθανε από τις πληγές του. 2. Εμμανουήλ. Πυρπολητής, εξάδελφος του προηγούμενου. Διακρίθηκε στη… … Dictionary of Greek
Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… … Dictionary of Greek